- θεναρίζω
- (Α) [θέναρ](κατά τον Ησύχ.) «θεναρίζειτύπτει».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θέναρ — το (Α θέναρ, αρος) ανατ. σαρκώδης προεξοχή τής παλάμης που σχηματίζεται από τους μυς τού αντίχειρα στη βάση του, το κοίλο τής παλάμης, η χούφτα αρχ. 1. το πέλμα τού ποδιού 2. φρ. α) «θέναρ βωμοῖο» το κοίλωμα που βρισκόταν πάνω στην επιφάνεια τού… … Dictionary of Greek